παν

παν
I
Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια: εικονογραφικός τύπος που θα υιοθετηθεί αργότερα από τους χριστιανούς για την παράσταση του διαβόλου) και σύμβολά του τον ποιμενικό αυλό (σύριγγα) και το ραβδί των βοσκών, καθώς και ένα κλαδί ή στεφάνι πεύκου. Τον θεωρούσαν επικίνδυνο, ιδίως κατά τις μεσημβρινές ώρες, και σε αυτόν απέδιδαν εκείνη την κατάσταση τρόμου που παραλύει, η οποία από το όνομά του ονομάστηκε πανικός. Η λατρεία του Π. γεννήθηκε στην Αρκαδία, και μόλις τον 5o αι., μετά τη μάχη του Μαραθώνα, εισήχθη στην Αθήνα. Λατρευόταν σε μικρά αγροτικά ιερά μαζί με τις Νύμφες και τον Ερμή.
Οι Ρωμαίοι ταύτισαν τον Π. με τον Φαύνο.
«Παν και νύμφες», τοιχογραφία από την Πομπηία (Εθνικό Μουσείο, Νεάπολη).
Ο Παν, άγαλμα ρωμαϊκής εποχής από τη Σπάρτη. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
II
Μηνιαίο αθηναϊκό περιοδικό, όργανον της ελευθέρας σκέψεως. Ιδρύθηκε από τον Άριστο Καμπάνη σε συνεργασία με άλλους. Το περιοδικό εκδιδόταν περίπου 2 χρόνια (1908 – 1909).
III
Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.035 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαγουλιάνων και βρίσκεται NΔ της Βυτίνας.
* * *
(I)
ο (Α πάν, -νός)- γένος στενόρρινων πιθήκων τής οικογένειας τών ανθρωποειδών, κν. χιμπατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το όνομα τού θεού Πανός].
————————
(II)
το (ΑΜ πᾱν)
βλ. πας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… …   Dictionary of Greek

  • πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”